Κρῆσσα — Κρής fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρήσσας — Κρήσσᾱς , Κρής fem acc pl Κρήσσᾱς , Κρής fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της νύμφης Ιδαίας, ήταν ήρωας της Κρήτης καθώς και ο πρώτος ιθαγενής βασιλιάς της. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. θέσπισε στην προμινωική φάση το δίκαιο του πληθυσμού των Ετεοκρητών. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι… … Dictionary of Greek
Kressa — (griechisch Κρῆσσα, lateinisch Cressa) ist in der antiken Geographie: Kressa (Paphlagonien), eine Stadt in Paphlagonien Kressa (Hellespont), eine Stadt am Hellespont, auf der heutigen Halbinsel Gallipoli Kressa (Karien), eine Bucht an der… … Deutsch Wikipedia
Καρύδης, Σοφοκλής — (19ος αι.). Ποιητής και δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, δράματα, κωμωδίες και ηθογραφίες: Τα τέκνα του Δοξαπατρή, Κούτρας και Μικρομέγας, Η ξελογιασμένη μούσα μου, Ρόδα, Όνυχες, Οι τρεις τάφοι, Ο περίπατός μου, Ο Γέρο Δήμος, Τα ορφανά της Κρήτης … Dictionary of Greek
Κονδυλάκης, Ιωάννης — (Βιάννος Κρήτης 1862 – Ηράκλειο 1920). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γυμνασιακές σπουδές του στην Κρήτη και στην Αθήνα προχώρησαν άτακτα και ανώμαλα. Σε ηλικία 23 ετών, «μυστακοφόρος και σοβαρός», όπως αναφέρει θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, ήταν… … Dictionary of Greek